-
1 ὑπορρέω
2 infiltrate, Hp.Loc.Hom.29.II metaph.,1 slip or glide into unperceived, ;λόγος τις ἅμα καὶ φήμη ὑ. πως Id.Lg. 672b
;ἁμαρτία κατὰ υικρὸν -ρέουσα D.19.228
: c. dat.,τἄδικον πολλαῖς ὑπερρύηκε E.Fr. 497.5
: c. acc.,τὴν ψυχὴν ὑ. δυσχέρειαι Plu.2.437d
: hence, undermine, ὑπὸ [τοῦ Φαβίου] ὑπορρέοντος ἀψοφητὶ καὶ παρεμπίπτοντος ἐνδελεχῶς ὑπερειπόμενος καὶ δαπανώμενος ἐλάνθανε [ὁ Ἀννίβας] Id.Fab.19;ὑπέρρει αὐτὸν τὸ νόσημα Parth.13.1
;τοὺς ἐν ἁπάσῃ καθεστάναι δοκοῦντας εὐδαιμονίᾳ πάντα ταῦτα.. ὑπέρρει D.20.49
.2 slip away, ; τό τοι καλὸν ἄνθος ὑ. v.l. for ἀπο- in Theoc.7.121; of the hair, fall off, Luc.Ep.Sat.24; of friends, Id.Vit.Auct.27: of Time, slip away, glide on,ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου Ar.Nu. 1289
: of persons, ὑ. εἴς τινα sink to the level of.., Plu.Nic.1; ὑ. εἰς ἰδιωτισμόν fall into.., Epict.Ench.33.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπορρέω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский